- ἐπελθόντες
- ἐπέρχομαιcome uponaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ASCULUM — I. ASCULUM cognomine Picenum, ad superioris discrimen, vulgo Ascoli. Lucan l. 2. v. 468. Depellitur arce Lentulus Asculeâ De situ eius ita Strabo, l. 5. Ε᾿ν τῇ μεςογαίᾳ ἐςτὶ τὸ Α῎ςκλον Πικηνὸν ἐρυμνότατον χωριον, ἐφ᾿ ᾧ κεῖται τὸ τεῖκος, καὶ τὰ… … Hofmann J. Lexicon universale
επέρχομαι — (AM ἐπέρχομαι) 1. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 2. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι ξαφνικά 3. ακολουθώ, διαδέχομαι 4. (μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι επερχόμενοι, ες, a (AM ἐπερχόμενοι, αι, α) αυτοί που έρχονται ύστερα από μάς, οι μεταγενέστεροι μσν. νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek